στρώνομαι

στρώνομαι
atteler

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • στρώνομαι — στρώνομαι, στρώθηκα, στρωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ζεύω — και ζέβω και ζεύγω (Μ ζεύω) ενώνω τοποθετώντας κάτω από τον ζυγό νεοελλ. 1. φρ. α) «ζεύω στη δουλειά» εξαναγκάζω κάποιον να εργαστεί β) «ζεύομαι στη δουλειά» στρώνομαι στη δουλειά, ασχολούμαι εντατικά με κάποια εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • σκυρούμαι — όομαι, Α [σκῡρος] στρώνομαι με λίθους …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — έστρωσα, στρώθηκα, στρωμένος 1. μτβ., καλύπτω επιφάνεια: Έστρωσε το κρεβάτι με καθαρά σεντόνια. – Όλα ήταν στρωμένα με χιόνι. 2. αμτβ., έχω καλή εφαρμογή: Έστρωσε καλά πάνω σου το φόρεμα. 3. πάω κανονικά, προσαρμόζομαι: Με τον καιρό θα στρωθεί η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”